-
1 καταληψις
- εως ἥ1) схватывание, захват, поимка2) овладение, захват, занятие(τῆς βασιλείας Isocr.; χωρίων Plat.; τοῦ ἱεροῦ Dem.; ἥ πραγμάτων ἕνεκα γιγνομένη κ. Plut.)
3) ирон. (о спорщиках) ловкая хватка(περίλεξις καὴ κροῦσις καὴ κ. Arph.)
4) постижение, восприятие(καταλήψεις καὴ φαντασίαι Luc.; δόξα καὴ κ. Plut.)
5) остановка, задержка, прекращение(ἥ κ. πρὸς τὸ μέ δύνασθαι ἐνεργεῖν Arst.)